- συνενεχυράζω
- συνενεχῠράζω,A = βεβαιόω 1.3, IG22.1183.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνενεχυράζω — Α παίρνω ως ενέχυρο μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνεχυράζω «παίρνω ως ενέχυρο»] … Dictionary of Greek